- νευραλγία
- Έντονος πόνος, συνήθως παροξυστικός, που εντοπίζεται στο πεδίο διανομής αισθητικών ή μεικτών νεύρων. Ανάλογα με το νεύρο που προσβάλλεται, η ν. καλείται μεσοπλεύρια, ισχιαλγία, ν. τριδύμου κλπ. Είναι σύνδρομο που προκαλείται από διάφορα αίτια, όπως από φλεγμονή ενδογενούς ή εξωγενούς τοξίκωσης, πίεση κάποιου νεύρου, διήθηση του νεύρου από όγκο κλπ. Συχνά το αίτιο της ν. δεν είναι σαφές (ν. τριδύμου) και τότε η θεραπεία είναι μόνο συμπτωματική. Κάθε ερεθισμός των τελικών νευρικών ινών τραυματικής, λοιμώδους, χημικής ή φυσιολογικής προέλευσης μπορεί να προκαλέσει πόνους διάφορων μορφών ανάλογα με την ένταση, την εντόπιση, την ακτινοβολία και τη συχνότητα. Συνήθως η αιτιολογική θεραπεία επιφέρει καταπράυνση των πόνων. Καμιά φορά, όταν υπάρχουν φαινόμενα νευρίτιδας, οι ν. υποχωρούν μόνο μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα, ανάλογο με την περίπτωση, κατά την οποία οι πόνοι καταπραΰνονται, με τοπικά και γενικά αναλγητικά.
* * *η1. αυτόματος ή προκλητός, συνεχής ή παροξυσμικός πόνος, συχνά οξύς, που εδράζεται στο πεδίο διανομής ενός νεύρου2. φρ. «νευραλγία τριδύμου» — έντονος πόνος στην περιοχή τού προσώπου, στο σημείο όπου κατανέμεται το τρίδυμο νεύρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nevralgie < νευρ(ο)-* + -αλγία (< -αλγής < ἄλγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου].
Dictionary of Greek. 2013.